προπραγματεύομαι

προπραγματεύομαι
Α [πραγματεύομαι]
1. γράφομαι ή δημοσιεύομαι από πριν
2. μνημονεύομαι ή εκτίθεμαι σε διήγηση προηγουμένως
3. ερευνώμαι από πριν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”